- ἀνεπίκλητος
- ἀν-επί-κλητος, untadelhaft
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀνεπίκλητος — free from blame masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπίκλητος — (Α ἀνεπίκλητος, ον) αρχ. μη ψεγόμενος, μη κατηγορούμενος για κάτι, ανεπίληπτος, άμεμπτος νεοελλ. ακάλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίκλητος (< επικαλώ «κατηγορώ») «αυτός που καλείται μπροστά στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος». Το νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ἀνεπικλητότερον — ἀνεπίκλητος free from blame adverbial comp ἀνεπίκλητος free from blame masc acc comp sg ἀνεπίκλητος free from blame neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπικλήτως — ἀνεπίκλητος free from blame adverbial ἀνεπίκλητος free from blame masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίκλητον — ἀνεπίκλητος free from blame masc/fem acc sg ἀνεπίκλητος free from blame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίκλητοι — ἀνεπίκλητος free from blame masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)